χημειοαπωθητικός

χημειοαπωθητικός
-ή, -ό, Ν φρ. «χημειοαπωθητική ουσία»
βιολ. κάθε χημική ουσία που απωθεί τα κύτταρα ή τους οργανισμούς και τά υποχρεώνει να απομακρυνθούν από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemorepellant].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”